- προέκκειμαι
- ΜΑ1. προεκτείνομαι, προεξέχω2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι4. φρ. «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἔκκειμαι «προεξέχω, προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.